- πονηρώ
- πονηρόςoppressed by toilsmasc/neut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονήρω — η, Ν η πονηρή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κατάλ. ω, κατά τα θηλ. κύρια ονόματα σε ω (πρβλ. χοντρέλ(λ) ω)] … Dictionary of Greek
πονηρῷ — πονηρός oppressed by toils masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονήρῳ — πονηρός oppressed by toils masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρῶι — πονηρῷ , πονηρός oppressed by toils masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
люте — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (греч. δεινῶς) тяжело, жестоко; свирепо; дурно, порочно,… … Словарь церковнославянского языка
κληδόνισμα — κληδόνισμα, τὸ (Α) [κληδονίζω] μαντικό σημείο, οιωνός («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
μνησιπονηρώ — μνησιπονηρῶ, έω (Α) μνησικακώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + πονηρώ (< πόνηρος < πονηρός)] … Dictionary of Greek
πνευματιώ — άω, ΜΑ [πνευματίας] βρίσκομαι υπό την κατοχή πνεύματος («γυναῑκα πνευματιῶσαν, πνεύματι πονηρῷ συνεχομένην», Τιμόθ.) … Dictionary of Greek
φιλαπεχθήμων — ον, Α αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος* («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.). επίρρ... φιλαπεχθημόνως Α με φιλαπεχθημοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»] … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek